Τα Παραμύθια του Χόφμαν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Τα Παραμύθια του Χόφμαν
Les Contes d'Hoffmann.jpg
ΤίτλοςLes contes d'Hoffmann[1]
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1873
Ημερομηνία δημοσίευσης19ος αιώνας
ΕίδοςΌπερα κομίκ
όπερα[1]
ΧαρακτήρεςHoffmann[2][3], Nicklausse[2][3], Luther[2][3], Hermann[2][3], Nathanaël[2][3], Spalanzani[2][3], Crespel[2][3], Voice of the mother of Antonia[2], Peter Schlémil[2][3], Andrès[2][3], Cochenille[2], Coppélius[2][3], Dapertutto[2], Frantz[2], Lindorf[2], Miracle[2], Pitichinaccio[2], The muse[2], Giulietta[2], Olympia[2][3], Stella[2], Wilhelm[2][3], Wolfram[2], Antonia[2] και d:Q63676173[3]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Τα Παραμύθια του Χόφμαν (Les Contes d'Hoffmann) είναι όπερα του συνθέτη Ζακ Όφενμπαχ, σε λιμπρέτο του Ζυλ Μπαρμπιέ. Ο επώνυμος ρόλος του Χόφμαν είναι εμπνευσμένος από πραγματικό πρόσωπο, τον συγγραφέα Ερνστ Χόφμαν, του οποίου πέντε φανταστικές ιστορίες αποτέλεσαν τη βάση του λιμπρέτου.

Η όπερα έκανε πρεμιέρα στο Παρίσι το 1881, λίγους μήνες μετά το θάνατο του συνθέτη, και εξακολουθεί να είναι πολύ δημοφιλής μέχρι σήμερα.

Ιστορία της σύνθεσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ενασχόληση με το είδος της όπερας ουδέποτε υπήρξε προτεραιότητα για τον Όφενμπαχ. Ως εν γένει εύθυμος και «προβοκατόρικος» χαρακτήρας προτιμούσε να γράφει οπερέτες, στις οποίες μάλιστα συχνά σατίριζε τη συμβατικότητα και τη μεγαλοπρέπεια των ηρώων της όπερας. Χαρακτηριστικά το έως τότε γνωστότερο έργο του, ο Ορφέας στον Άδη, αποτελεί μια ανελέητη παρωδία του «Ορφέας και Ευρυδίκη» (Γκλουκ): μεταξύ άλλων, η Ευρυδίκη εμφανίζεται ως άπιστη που απατά τον Ορφέα με τον τσοπάνη της διπλανής πόρτας, ενώ οι θεοί του Ολύμπου σπάνε τη μονοτονία κατεβαίνοντας στην κόλαση και χορεύοντας καν-καν.

Παρ' όλα αυτά, λίγο πριν τα εξήντα και ενώ βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του, αποφάσισε να συνθέσει τη μόλις δεύτερη όπερα της καριέρας του. Ήθελε να αποδείξει ότι ήταν ικανός να γράψει πολλά περισσότερα από εύπεπτες μελωδίες και παράλληλα να καταθέσει τη δική του άποψη για τη σχέση του δημιουργού με τον έρωτα και την τέχνη. Επειδή όμως η όπερά του δεν έπρεπε να μοιάζει με τις άλλες, επέλεξε να μελοποιήσει έναν παραμυθά των αρχών του 19ου αι. που (όπως κι ο συνθέτης) διακρινόταν για την αντισυμβατικότητά του και την αντιπάθεια προς το διδακτισμό: τον Ερνστ Χόφμαν. Ανέθεσε λοιπόν στο Ζυλ Μπαρμπιέ να διασκευάσει κάποια παραμύθια του Χόφμαν σε λιμπρέτο - ο Μπαρμπιέ γνώριζε καλά το έργο του Γερμανού, αφού το 1851 είχε ανεβάσει στο Παρίσι μια θεατρική παράσταση βασισμένη σε κείμενά του.

Διάφοροι εξωγενείς παράγοντες ματαίωναν επί μακρόν τον προγραμματισμό της πρεμιέρας, κάνοντας τον Όφενμπαχ αναβλητικό στο ζήτημα της ολοκλήρωσης του έργου. Έτσι όταν τον βρήκε ξαφνικά ο θάνατος σε ηλικία 61 ετών (1880), είχε τελειώσει μόνο τις παρτιτούρες για πιάνο και τις φωνές καθώς και μέρος της ενορχήστρωσης. Τα χειρόγραφα δόθηκαν στον Ερνέστ Γκιρό που ολοκλήρωσε την ενορχήστρωση, έγραψε όλα τα ρετσιτατίβα και έβαλε σε σειρά τις πράξεις, βασιζόμενος σε μια πρόβα που είχε γίνει στο σπίτι του Όφενμπαχ το 1879. Εν τέλει η όπερα έκανε πρεμιέρα στο παρισινό θέατρο Opéra-Comique στις 10 Φεβρουαρίου 1881.

Ρόλοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Παραμύθια του Χόφμαν έχουν την ιδιαιτερότητα ότι αφηγούνται τρεις φαινομενικά διαφορετικές ιστορίες (τέσσερις με πρόλογο-επίλογο), με μοναδικό συνδετικό κρίκο την παρουσία σε όλες του Ποιητή και της Μούσας/Φίλου. Σε κάθε ιστορία όμως επαναλαμβάνονται τρεις «στερεοτυπικοί» ρόλοι, έστω και με διαφορετικά επιμέρους χαρακτηριστικά: ένας υπηρέτης, μια γυναίκα - αντικείμενο του πόθου και ένας άλλος άνδρας - πνεύμα του κακού.

Η επιθυμία του Όφενμπαχ ήταν να υπάρχει μόνο ένας ερμηνευτής ανά στερεοτυπικό χαρακτήρα, π.χ. η Στέλλα, η Ολυμπία, η Τζουλιέτα και η Αντωνία να αποδίδονται από την ίδια υψίφωνο (σοπράνο). Αλλά στην πράξη, πολλές παραγωγές περιλαμβάνουν διαφορετική διανομή λόγω της μεγάλης διάρκειας του έργου (2½ - 3½ ώρες) και των ιδιαίτερων φωνητικών απαιτήσεων κάθε «μετενσάρκωσης». Για παράδειγμα, η Ολυμπία αποδίδεται αρτιότερα από κολορατούρα ή σουμπρετίστα σοπράνο, η Αντωνία ταιριάζει καλύτερα σε μια λυρική, ενώ για τη Τζουλιέτα προτιμάται δραματική σοπράνο ή μεσόφωνος.

Όνομα Ρόλος Είδος φωνής Πράξη Α' Πράξη Β' Πράξη Γ'
Χόφμαν Ποιητής, τακτικός θαμώνας
μιας ταβέρνας στη Νυρεμβέργη
Τενόρος Ο ίδιος
Μούσα Η τέχνη, προσπαθεί να κερδίσει
την αφοσίωση του Χόφμαν
Μεσόφωνος Νικλάους
η Μούσα μεταμφιεσμένη σε φίλο του Χόφμαν
Στέλλα Πριμαντόνα της τοπικής όπερας,
ερωτικός πόθος του Χόφμαν
Υψίφωνος Ολυμπία
κουρδιστή κούκλα
Τζουλιέτα
βενετσιάνα εταίρα
Αντωνία
άρρωστη τραγουδίστρια
Λίντορφ Δημοτικός σύμβουλος,
ανταγωνιστής του Χόφμαν
Βαθύφωνος Κοπέλιους
κατασκευαστής γυαλιών
Νταπερτούτο
πάτρονας της Τζουλιέτας
Δρ Μιράκλ
γιατρός
Αντρέ Υπηρέτης της Στέλλας Τενόρος μπούφο Κοσενίλ
υπηρέτης της Ολυμπίας
Πιτιτσινάτσιο
υπηρέτης της Τζουλιέτας
Φραντς
υπηρέτης της Αντωνίας
Ακόμα 7 μικρότεροι επώνυμοι ρόλοι και χορωδία

Σύνοψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεδομένου ότι ο Όφενμπαχ απεβίωσε πριν δώσει στα Παραμύθια του Χόφμαν τελική μορφή, δεν υπάρχει κάποια έκδοση της όπερας που θεωρείται «επίσημη». Συχνά ο πρόλογος κι ο επίλογος παρουσιάζονται ως χωριστές πράξεις, το περιεχόμενο μετατρέπεται ελαφρώς για να χωρέσουν εμβόλιμα κάποια παλαιότερα κομμάτια του συνθέτη (ο Όφενμπαχ ήταν - με τη σημερινή ορολογία - ένας δημοφιλέστατος ποπ συνθέτης), η σειρά ή το τέλος των πράξεων αλλάζει κ.ά.

Η συνηθέστερη εκδοχή είναι η ακόλουθη:

Πρόλογος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πραγματικός Ερνστ Χόφμαν (1776–1822). Οι σουρρεαλιστικές ιστορίες του υπήρξαν η βάση των Παραμυθιών του Χόφμαν, έστω κι αν ο ρόλος του στην όπερα είναι καθαρή μυθοπλασία.

Ο Χόφμαν είναι ένας ποιητής που συχνάζει στην ταβέρνα «Μαρτίνος Λούθηρος», μία εύθυμη φοιτητική γωνιά δίπλα στην Όπερα της Νυρεμβέργης, όπου τον περιμένει κάθε βράδυ ένα πιστό κοινό από φοιτητές για να ακούσει τα παραμύθια του. Είναι ερωτευμένος με την τοπική πριμαντόνα Στέλλα, όμως τον διεκδικεί και η Μούσα που θέλει να τον κάνει να απαρνηθεί τα ανθρώπινα πάθη και να αφοσιωθεί στην τέχνη.

Η όπερα ξεκινά με τη Μούσα να παίρνει τη μορφή του Νικλάους, του καλύτερου φίλου του ποιητή. Παράλληλα ένας υπηρέτης της Στέλλας, ο Αντρέ, ψάχνει το Χόφμαν κομίζοντας ένα σημείωμα της κυρίας του και ένα κλειδί: η Στέλλα επιτέλους τον προσκαλεί στο καμαρίνι της μετά την αποψινή παράσταση. Ο Λίντορφ, ένας γέρος δημοτικός σύμβουλος που είναι επίσης ερωτευμένος με τη Στέλλα, το υποψιάζεται και εξαγοράζει τον Ανδρέ για να δώσει σε αυτόν το σημείωμα.

Μια μέρα ο Χόφμαν κάθεται φανερά στεναχωρημένος σε μια απόμερη γωνιά της ταβέρνας, μακριά από τις χαρούμενες συντροφιές των φοιτητών. Οι φοιτητές, στους οποίους έκανε εντύπωση αυτό το ασυνήθιστο ύφος του Χόφμαν, τον παρακαλούν να τους τραγουδήσει κάτι. Ο Χόφμαν τραγουδά την ιστορία του νάνου Κλαϊντσάχ, αλλά λίγο το κρασί, λίγο οι ανεκπλήρωτοι πόθοι του, τον κάνουν να μπερδεύει τους στίχους. Οι φοιτητές τον πειράζουν και του λένε πως κατά τα φαινόμενα είναι πολύ ερωτευμένος. Ο Χόφμαν, πολύ σοβαρά, απαντάει πως είναι καιρός που έχει εγκαταλείψει τους έρωτες και τα παρόμοια. Και για να τους πείσει, τους διηγείται τα επεισόδια από τρεις ερωτικές του περιπέτειες.

Πράξη Α΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην πρώτη περιπέτεια, ο Χόφμαν ερωτεύεται μία μηχανική κούκλα σε ανθρώπινο μέγεθος, την Ολυμπία, η οποία έμοιαζε με ζωντανή. Την κούκλα αυτή είχε φτιάξει ο εκκεντρικός εφευρέτης Σπαλαντσάνι με τη βοήθεια του μάγου Κοπέλιους. Ο Χόφμαν μπαίνει στο σπίτι του Σπαλαντσάνι λέγοντας πως είναι τάχα σπουδαστής που θέλει να ωφεληθεί από τη σοφία του. Ο μάγος Κοπέλιους πείθει τον ποιητή να φορέσει κάτι μαγικά γυαλιά όταν θα κοιτάει την Ολυμπία.

Ύστερα από λίγο καιρό ο Σπαλαντσάνι διοργανώνει μια γιορτή στο σπίτι του, όπου η Ολυμπία τραγουδάει. Όλοι καταλαβαίνουν ότι πρόκειται για μία κουρδιστή κούκλα εκτός από το Χόφμαν που φορά τα μαγικά γυαλιά. Ακόμα κι όταν η Ολυμπία σταματά το τραγούδι μέχρι να την ξανακουρδίσει ο υπηρέτης Κοσενίλ, ο ποιητής συνεχίζει να μη βλέπει την πραγματικότητα.

Ο φίλος του Χόφμαν, ο Νικλάους, τον συμβουλεύει να μη χορέψει με την Ολυμπία. Όμως ο Χόφμαν, γοητευμένος από την ομορφιά των ματιών της, δεν τον ακούει και χορεύει με την Ολυμπία. Της εκδηλώνει τον έρωτά του και το ζεύγος χορεύει στριφογυρίζοντας όλο και πιο γρήγορα, ώσπου ο Χόφμαν πέφτει εξαντλημένος στο πάτωμα. Τα γυαλιά σπάνε και ο ποιητής ανακαλύπτει την αληθινή φύση της Ολυμπίας, ενώ όλοι οι υπόλοιποι καλεσμένοι τον περιγελούν. Ταυτόχρονα ο Κοπέλιους, εξοργισμένος από ενα ακάλυπτο γραμμάτιο που του είχε δώσει ο Σπαλαντσάνι, ορμάει στο σαλόνι και κομματιάζει την κούκλα.

Πράξη Β΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δεύτερη περιπέτεια του Χόφμαν ξετυλίγεται στη μαγική Βενετία. Ο Νικλάους, ο πιστός φίλος του Χόφμαν, τραγουδάει με την ωραία Τζουλιέτα στο παλάτι της, πάνω από το μεγάλο κανάλι. Ο Χόφμαν, που είναι μαζί τους, ερωτεύεται την Τζουλιέτα και ο Νικλάους τον συμβουλεύει να έχει το νου του γιατί η Τζουλιέτα είναι επικίνδυνη. Αυτή βρίσκεται υπό τον έλεγχο του σατανικού μάγου Νταπερτούτο, ο οποίος την χρησιμοποιεί για να μετατρέπει σε υποχείρια τους επίδοξους εραστές της.

Η Τζουλιέτα έχει κιόλας κλέψει τη σκιά του εραστή της, Σλεμίλ, και την χάρισε στον Νταπερτούτο. Ο Νταπερτούτο τάζει στην Τζουλιέτα ένα διαμάντι εάν καταφέρει να κλέψει το είδωλο του Χόφμαν με τη χρήση ενός μαγικού καθρέφτη. Πράγματι η εταίρα προσποιείται πως ενδιαφέρεται για τον ποιητή, αλλά αυτό προκαλεί τη ζήλεια του Σλεμίλ. Οι δυο άνδρες μονομαχούν ώσπου ο Χόφμαν με το σπαθί του Νταπερτούτο σκοτώνει τον Σλεμίλ.

Διαισθανόμενος τον κίνδυνο, ο Νικλάους ζητά απ' το Χόφμαν να φύγουν γρήγορα και βγαίνει στην πόλη για να βρει άλογα. Όμως ο ερωτευμένος Χόφμαν είναι αμετάπειστος. Προσδοκώντας μια βραδιά πάθους, υποκύπτει στο κάλεσμα της Τζουλιέτας να κοιτάξει τον καθρέφτη, ώστε να της χαρίσει το είδωλό του. Αμέσως μετά έρχεται η απογοήτευση: η Τζουλιέτα κι ο υπηρέτης της Πιτιτσινάτσιο ξεσπούν σε χλευαστικά γέλια για την ευπιστία του. Μάλιστα η Τζουλιέτα περνάει κοροϊδευτικά με τη γόνδολά της μπροστά από τον ποιητή, αγκαλιασμένη με τον Νταπερτούτο.

Εν τω μεταξύ ο Νταπερτούτο έχει παρασκευάσει ένα δηλητήριο για να πιει ο Νικλάους όταν επιστρέψει, ώστε να μην μπορεί να σώσει το Χόφμαν. Κατά λάθος όμως ο Πιτιτσινάτσιο το δίνει στην Τζουλιέτα για να γιορτάσει τη νίκη της και αυτή πεθαίνει.

Πράξη Γ΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τρίτη περιπέτεια εξελίσσεται στο Μόναχο. Η καλλίφωνη και χαριτωμένη Αντωνία είναι κόρη μουσικών. Ο Χόφμαν την αγαπά και την παρακινεί να ασχοληθεί με το τραγούδι καθώς η Αντωνία έχει κληρονομήσει τη θαυμάσια φωνή της μητέρας της και το ταλέντο της. Απ' την άλλη μεριά, ο πατέρας της κοπέλας, Ρατ Κρέσπελ, προσπαθεί να την κρατήσει μακριά απ' την επιρροή του ποιητή επειδή μόνο αυτός γνωρίζει ένα φοβερό μυστικό: η Αντωνία πάσχει από μία ασθένεια που επιδεινώνεται με το τραγούδι.

Ο Χόφμαν ανακαλύπτει το σπίτι της. Ένα απόγευμα ο Κρέσπελ φεύγει, αφήνοντας την Αντωνία μόνη με το σχεδόν κωφό υπηρέτη Φραντς, και ο ποιητής βρίσκει την ευκαιρία να τρυπώσει. Η συνάντηση με την αγαπημένη του δεν θα διαρκέσει πολύ - ο Κρέσπελ επιστρέφει και δέχεται επίσκεψη από το γιατρό Μιράκλ (Θαύμα), ο οποίος προσπαθεί χωρίς αποτέλεσμα να του πουλήσει ένα φάρμακο για την Αντωνία. Κρυφακούοντας το διάλογο, ο Χόφμαν μαθαίνει πως το τραγούδι είναι επικίνδυνο για την Αντωνία και μπορεί να προκαλέσει το θάνατό της. Την βάζει λοιπόν να του ορκιστεί πως δεν θα ξανατραγουδήσει πια. Αυτή δεν καταλαβαίνει το λόγο, αλλά το αποδέχεται.

Κάποια στιγμή ο Χόφμαν και ο Κρέσπελ αφήνουν την Αντωνία μόνη. Και τότε ο δόκτωρ Μιράκλ, που δεν είναι άλλος παρά ο Κοπέλιους και ο Νταπερτούτο, που με διαφορετικά ονόματα καταδιώκει το Χόφμαν, μπαίνει στο δωμάτιο της Αντωνίας και αναβιώνει με μαγικό τρόπο την εικόνα της μητέρας της, που πείθει την κοπέλα να τραγουδήσει. Η Αντωνία ανταποκρίνεται και ξεκινά το τραγούδι. Μετά από λίγο, ξεψυχά εξαντλημένη στην αγκαλιά της μητέρας της. Τη στιγμή που αφήνει την τελευταία της πνοή, ο πατέρας μπαίνει στο δωμάτιο. Βλέπει το Χόφμαν και νομίζει ότι αυτός είναι ο υπαίτιος. Πιάνει ένα μαχαίρι για να τον εκδικηθεί, αλλά επεμβαίνει ως από μηχανής θεός ο Νικλάους και τον σώζει.

Επίλογος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πίσω στην ταβέρνα της Νυρεμβέργης, ο Χόφμαν έχει τελειώσει την αφήγηση και εξηγεί πως οι έρωτές του (Ολυμπία, Τζουλιέτα, Αντωνία) ήταν οι τρεις πλευρές της ίδιας πριμαντόνας (Στέλλα), αντιπροσωπεύοντας αντίστοιχα τη νιότη, την κοκεταρία και την καλλιφωνία. Σχεδόν μεθυσμένος ορκίζεται στη Μούσα, τη μοναδική που του δόθηκε αληθινά όλα αυτά τα χρόνια, ότι στο εξής θα ανήκει μόνο σε αυτήν.

Στη συνέχεια μπαίνει στην ταβέρνα η Στέλλα που έχει βαρεθεί να περιμένει τον ποιητή στο καμαρίνι. Χωρίς κανείς απ' τους δύο να ξέρει την αλήθεια για το σημείωμα, ο Χόφμαν της ζητά να τον αφήσει. Παρά τις προσπάθειές της να τον μεταπείσει, ο ποιητής επιμένει.

Η όπερα τελειώνει με τη Στέλλα να φεύγει μαζί με το Λίντορφ, το νέο εραστή της, ενώ νέοι πελάτες μπαίνουν στην ταβέρνα.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Archivio Storico Ricordi. 897. Ανακτήθηκε στις 20  Οκτωβρίου 2021.
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 2,11 2,12 2,13 2,14 2,15 2,16 2,17 2,18 2,19 2,20 2,21 2,22 2,23 Ανακτήθηκε στις 25  Απριλίου 2019.
  3. 3,00 3,01 3,02 3,03 3,04 3,05 3,06 3,07 3,08 3,09 3,10 3,11 3,12 Ανακτήθηκε στις 9  Μαΐου 2019.